υνιατός
(ουσ. αρσ.)
υνιατός
[iɲaˈtos]
Φλογ.
γυνιατός
[ʝiɲaˈtos]
Αξ., Μισθ.
Από το ρ. υνιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -τός.