ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υιός (ουσ. αρσ.) υιός [iˈos] Ανακ., Σίλ., Φάρασ. υιό [iˈo] Φάρασ. υγιέ [iˈʝe] Καππ. Αρχ. ουσ. υἱός.
Γιος ό.π.τ. : Ο υιό μου (Ο γιος μου) Φάρασ. -Ανδρ. Χίτα να υπάμε να βρούμε τον υιό μου (Τρέχα να πάμε αν βρούμε τον γιο μου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ο κορνουκσούζης ποίτσ̑ε α υιός, ’άν'dα ’γαπήσει ντέι έβγκαλεν ντα ’ρτσ̑ίδε του (Ο λαίμαργος έκανε ένα γιο, με το να τον αγαπήσει υπερβολικά, του έβγαλε τα αρχίδια˙ για όσους προκαλούν κακό με την υπερβολική τους αγάπη) -Λουκ.Λουκ. Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα (Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ογλού, φσάχι