υιός
(ουσ. αρσ.)
υιός
[iˈos]
Ανακ., Σίλ., Φάρασ.
υιό
[iˈo]
Φάρασ.
υγιέ
[iˈʝe]
Καππ.
Αρχ. ουσ. υἱός.
Γιος
ό.π.τ.
:
Ο υιό μου
(Ο γιος μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Χίτα να υπάμε να βρούμε τον υιό μου
(Τρέχα να πάμε αν βρούμε τον γιο μου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ο κορνουκσούζης ποίτσ̑ε α υιός, ’άν'dα ’γαπήσει ντέι έβγκαλεν ντα ’ρτσ̑ίδε του
(Ο λαίμαργος έκανε ένα γιο, με το να τον αγαπήσει υπερβολικά, του έβγαλε τα αρχίδια˙ για όσους προκαλούν κακό με την υπερβολική τους αγάπη)
-Λουκ.Λουκ.
Ο τατάς τον υιόν ντου χάρ’τσεν ντ’ αμbέλι του, ο υιός τον ντατάν του α ρω’ίν τζ̑ο δώτσ̑εν ντα
(Ο πατέρας στον γιο του χάρισε το αμπέλι, ο γιος στον πατέρα του μιά ρώγα δεν του έδωσε˙ για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ογλού, φσάχι