ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υλίζω (ρ.) υλίζω [iˈlizo] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. γυλίζω [ʝiˈlizo] Αξ., Φλογ. γυλίζου [ʝiˈlizu] Μισθ. Αόρ. ύλ’τσα [ˈiltsa] Μαλακ. Από το αρχ. ρ. ὑλίζω = α) σκουπίζω την μύτη μου β) φιλτράρω, διυλίζω (πβ. Κρατ. ἀπ. 30.333 «ὕλιζε τὰϲ ῥῖναϲ»)
Διυλίζω, στραγγίζω, περνάω κάτι από φίλτρο ό.π.τ. : Να υλίσ’ το σ̑ιρά (Να στραγγίξει τον μούστο) Ανακ. -Κωστ.Α. Βράισ̑καν τα, τα πέραζαν σο υλιστήρ', ασ' σο υλιστήρ' γύλ'ζαν τα (Τα έβραζαν, τα πέρναγαν από το σουρωτήρι, με το σουρωτήρι τα σούρωναν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. σουζντώ