υλάζω
(ρ.)
βλάζω
[ˈvlazo]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ.
βλάζου
[ˈvlazu]
Μισθ.
λέζω
[ˈlezo]
Τελμ.
λιάζω
[ˈʎazo]
Αραβαν., Σινασσ., Φλογ.
Αόρ.
ύλεζα
[ˈileza]
Τελμ.
Υποτ.
λέξω
[ˈleksis]
Τελμ.
λιάξ̑ω
[ˈʎakʃo]
Αραβαν.
λιάσω
[ˈʎaso]
Αραβαν.
υλέσω
[ˈilesο]
Αφσάρ., Τελμ.
Αόρ.
έβλαξα
[ˈevlaksa]
Ανακ., Μαλακ.
Από το μεταγν. ρ. ὑλάσσω = α) γαβγίζω β) φωνάζω. Λιγότερο πιθ. η σύνδεση με το αρχ. ρ. λάσκω με την ίδια σημ. Απίθανη η σύνδεση με το ρ. βελάζω, όπως προτείνουν οι Μαυροχαλυβίδης και Κεσίσογλου (1960: 10), όπως επίσης και με το ρ. ὑλακτῶ, όπως προτείνει ο Dawkins (1916: 655).
1. Υλακτώ, γαβγίζω
ό.π.τ.
:
Το σ̑κυλί βλάζ'
(Το σκυλί γαυγίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Όπ’ να λιάξ̑εις
(που να γαβγίσεις˙ ως κατάρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ντε ξεύρ' να βλάξ̑' το σ̑κυλί, φέρ' 'ς τα πρόβατα λύκος
(Το σκυλί που δεν ξέρει να γαυγίσει, φέρνει στα πρόβατα λύκο˙ Όποιος δεν ξέρει να μιλήσει φέρνει κακό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Εγώ ντεν ἐγλειψα στσ̑άτα και να λιάξ̑ω
(εγώ δεν έγλειψα κόκκαλα για να γαβγίσω˙ για όσους φωνάζουν από συμφέρον)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το σ̑κυλί σο τρώγ’ νον ντόπο λιάσ̑’
(το σκυλί στον τόπο που τρώει γαβγίζει˙ όταν κάποιος αναγνωρίζει το καλό που το έκανε ο ευεργέτης του και τον υποστηρίζει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
χαβλαντίζω
2. Φωνάζω δυνατά, για ανθρώπους και ζώα
Μισθ.
:
Έβγκην ο τσ̑υνογάρ. πήριν να υλέσ̑ει
(βγήκε ο αετός, άρχισε να κράζει)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ισ̑ύ βλάζεις, ογώ μουλλώνου
(Εσύ φωνάζεις, εγώ σιωπώ)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
βροντώ, βρυχώμαι, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2, χαβλαντίζω