ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρυχώμαι (ρ. αποθ.) βρυχώμαι [vriˈxome] Τελμ. βρεχώμαι [vreˈxome] Ανακ. βρεχούμαι [vreˈxume] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. βρέχουμι [ˈvrexumi] Μισθ. βρεχίζουμαι [vreˈxizume] Ανακ., Αραβαν. βρε’ίζουμαι [vreˈizume] Αραβαν., Γούρδ. βρε'ιζιέμι [vreiˈzʝemi] Μισθ. βιρυάζουμου [viˈrʝazumu] Σίλ. βιρυούμου [viˈrʝumu] Σίλ. Παρατατ. βρεχούμουν [vreˈxumun] Σινασσ. βρεχούτονμαι [vreˈxutonme] Αξ. βρεχούτεμι [vreˈxutemi] Μισθ. βρεχόδουμι [vreˈxοðumi] Μισθ. βιρυανόντζ̑ισκα [virʝaˈnondʒiska] Σίλ. Αόρ. βρεχήστα [vreˈçista] Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ. βρεήστα [vreˈista] Αξ., Αραβαν., Μισθ. βρεήσ̑τα [vreˈiʃta] Αξ., Μισθ. βροχήστα [vroxˈista] Μισθ., Ποτάμ. βιρυάσ'κα [viˈrʝaska] Σίλ. Υποτ. βρεηστώ [vreiˈsto] Αραβαν., Καρατζάβ., Μισθ. βρεησ̑τώ [vreiˈʃto] Αξ. βιρυαστώ [virʝaˈsto] Σίλ. Προστ. Εν. βρεχήστ' [vreˈçist] Σινασσ. βρεγήσ̑τ’ [vreˈʝiʃt] Αξ. βρεήστ' [vreˈist] Μισθ. Πληθ. βρεηστήτ' [vreiˈstit] Μισθ. βρεηστέτ' [vreiˈstet] Μισθ. Ενεργ. βρε'ίζω [vreˈizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. βιρυάζου [viˈrʝazu] Σίλ. βρυάσκω [vriˈasko] Σίλ. βιρυάσκου [viˈrʝasku] Σίλ. βιριάνου [viˈrʝanu] Σίλ. Παρατατ. βιρυανόσκα [virʝaˈnoska] Σίλ. Αόρ. εβρέισα [eˈvreisa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. βίρυασα [ˈvirʝasa] Σίλ. βρέσα [ˈvresa] Σίλ. Προστ. Εν. βρέισ' [ˈvreis] Μισθ. βρέσ' [vres] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. Από το αρχ. ρ. βρυχάομαι-ῶμαι. Οι τύποι βρεχ- με [i > e] από επίδραση του υγρου [r]. Οι τύπ. σε -ίζουμαι από μεσν. ρ. βρυχίζω, με μεταπλ.
1. Για ζώα, μουγκρίζω Σινασσ. : Το σκυλί δεν έφυγε· βρεχούταν, λιάζισκεν, λούτιζεν (Το σκυλί δεν έφυγε· μούγκριζε, γάβγιζε, ούρλιαζε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπογυρντίζω
2. Για ανθρώπους, φωνάζω δυνατά ό.π.τ. : «Ντε μπορώ», βρεχάδι («Δεν μπορώ», φωνάζει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ο βασιλιάς βρεχούταν: «Να με ζήσει η νύφη μ'!» (Ο βασιλιάς φώναζε: «Να μου ζήσει η νύφη μου!») Σινασσ. -Αρχέλ. Ασ' την σφίξη τ' βρεχήστην ό,τι δύναμη κι αν είχε (Από την δυσκολία του φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε) Σινασσ. -Αρχέλ. Σε μιας ούλοι οι σαράνdα βρέχησταν 'τάμα 25 φοράς και η θύρα άνοιξε (Μεμιάς και οι 40 (δράκοι) φώναξαν όλοι μαζί 25 φορές και η πύλη άνοιξε) Σινασσ. -Αρχέλ. Βιριάσκει τελάλης (Φωνάζει ο τελάλης) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βροντώ :3, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2, υλάζω, χαβλαντίζω, Αντίθ φισιλτατίζω
3. Φωνάζω κάποιον, καλώ ό.π.τ. : Βρεχάται το σκυλί και το ρωτά (Φωνάζει το σκυλί και το ρωτά) Σινασσ. -Αρχέλ. Βιρυούμου μου του, ρεν έρσ̑ιτι (Τον φωνάζω, δεν έρχεται) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βιρυάνει τσ̑ην γκόρην ντου: «Μαρία, Μαρία!» (Φωνάζει την κόρη του: «Μαρία, Μαρία!») Σίλ. -Dawk. Βρεχούτεμιστι τουν παπά τσ̑ι γίνιξι ευτσ̑ή (Φωνάζαμε τον παπά κι έδινε ευχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάθε πρωί κάθε βρα'ύ σωριβιοντομίστι στην κοινότητα, βρεχόδαν ντα ονούμαdα (Κάθε πρωί, κάθε βράδυ μαζευόμασταν στην κοινότητα, φωνάζαν τα ονόματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βρεήσταν ντο και έκοψαν το κεφάλι τ' (Τον φώναξαν και του έκοψαν το κεφάλι) Αραβαν. -Dawk. Βρεήσ̑τεν ντο και γκελέτζεψαν (Την φώναξε και μίλησαν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήρτασ̑ι να βιρυαστούμ' έναν παπά να μας ποίσ' αγιασμός (Ήρθαν να φωνάξουμε έναν παπά να μας κάνει αγιασμό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βρεήσταν μι, ήρτα. (Με φώναξαν, ήρθα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Βρεήστα ας έρτ' άντρα τ' (Φώναξε να έρθει ο άντρας της) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βρεήστ' μαστόρ' (Φωνάξτε (για το χτίσιμο του σπιτιού) τους μαστόρους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βρεηστήτ' τα κ'λάτσα να ψάλουν ψαλετήρι (Φωνάξτε (για να βελτιωθεί η υγεία αρρώστου) τα παιδιά να διαβάσουν μεγαλόφωνα το ψαλτήρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αργά τ' ήρτε κανείς να βρεηστσ̑εί το ιμάμ και να ψάλ’ σο τζ̑αμί (Το βραδάκι ήρθε κάποιος να φωνάξει τον ιμάμη να ψάλει στο τζαμί) Αραβαν. -Dawk. Ας βρεηστούμ' τσι Κατίνα. «Κατίνα!». Ας έρτ' τσ̑εέρτα. Βρέισ' του (-Ας φωνάξουμε και την Κατίνα. «Κατίνα!» -Ας έρθει προς τα δω. Φώναξέ την) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ, τσαγιρντώ
4. Οδύρομαι, κλαίω γοερά Τελμ. : || Ασμ. Χάρε, βρυχάτ' η μάνα μου, στριγγά η αδελφή μου (Χάρε, οδύρεται η μάνα μου, στριγκλίζ' η αδελφή μου) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. αναπικρούμαι, ουλουντίζω :3