βρυχώμαι
(ρ. αποθ.)
βρυχώμαι
[vriˈxome]
Τελμ.
βρεχώμαι
[vreˈxome]
Ανακ.
βρεχούμαι
[vreˈxume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
βρέχουμι
[ˈvrexumi]
Μισθ.
βρεχίζουμαι
[vreˈxizume]
Ανακ., Αραβαν.
βρε’ίζουμαι
[vreˈizume]
Αραβαν., Γούρδ.
βρε'ιζιέμι
[vreiˈzʝemi]
Μισθ.
βιρυάζουμου
[viˈrʝazumu]
Σίλ.
βιρυούμου
[viˈrʝumu]
Σίλ.
Παρατατ.
βρεχούμουν
[vreˈxumun]
Σινασσ.
βρεχούτονμαι
[vreˈxutonme]
Αξ.
βρεχούτεμι
[vreˈxutemi]
Μισθ.
βρεχόδουμι
[vreˈxοðumi]
Μισθ.
βιρυανόντζ̑ισκα
[virʝaˈnondʒiska]
Σίλ.
Αόρ.
βρεχήστα
[vreˈçista]
Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ.
βρεήστα
[vreˈista]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
βρεήσ̑τα
[vreˈiʃta]
Αξ., Μισθ.
βροχήστα
[vroxˈista]
Μισθ., Ποτάμ.
βιρυάσ'κα
[viˈrʝaska]
Σίλ.
Υποτ.
βρεηστώ
[vreiˈsto]
Αραβαν., Καρατζάβ., Μισθ.
βρεησ̑τώ
[vreiˈʃto]
Αξ.
βιρυαστώ
[virʝaˈsto]
Σίλ.
Προστ. Εν.
βρεχήστ'
[vreˈçist]
Σινασσ.
βρεγήσ̑τ’
[vreˈʝiʃt]
Αξ.
βρεήστ'
[vreˈist]
Μισθ.
Πληθ.
βρεηστήτ'
[vreiˈstit]
Μισθ.
βρεηστέτ'
[vreiˈstet]
Μισθ.
Ενεργ.
βρε'ίζω
[vreˈizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
βιρυάζου
[viˈrʝazu]
Σίλ.
βρυάσκω
[vriˈasko]
Σίλ.
βιρυάσκου
[viˈrʝasku]
Σίλ.
βιριάνου
[viˈrʝanu]
Σίλ.
Παρατατ.
βιρυανόσκα
[virʝaˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
εβρέισα
[eˈvreisa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
βίρυασα
[ˈvirʝasa]
Σίλ.
βρέσα
[ˈvresa]
Σίλ.
Προστ. Εν.
βρέισ'
[ˈvreis]
Μισθ.
βρέσ'
[vres]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το αρχ. ρ. βρυχάομαι-ῶμαι. Οι τύποι βρεχ- με [i > e] από επίδραση του υγρου [r]. Οι τύπ. σε -ίζουμαι από μεσν. ρ. βρυχίζω, με μεταπλ.
1. Για ζώα, μουγκρίζω
Σινασσ.
:
Το σκυλί δεν έφυγε· βρεχούταν, λιάζισκεν, λούτιζεν
(Το σκυλί δεν έφυγε· μούγκριζε, γάβγιζε, ούρλιαζε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μπογυρντίζω
2. Για ανθρώπους, φωνάζω δυνατά
ό.π.τ.
:
«Ντε μπορώ», βρεχάδι
(«Δεν μπορώ», φωνάζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ο βασιλιάς βρεχούταν: «Να με ζήσει η νύφη μ'!»
(Ο βασιλιάς φώναζε: «Να μου ζήσει η νύφη μου!»)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασ' την σφίξη τ' βρεχήστην ό,τι δύναμη κι αν είχε
(Από την δυσκολία του φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σε μιας ούλοι οι σαράνdα βρέχησταν 'τάμα 25 φοράς και η θύρα άνοιξε
(Μεμιάς και οι 40 (δράκοι) φώναξαν όλοι μαζί 25 φορές και η πύλη άνοιξε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Βιριάσκει τελάλης
(Φωνάζει ο τελάλης)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
βροντώ :3, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2, υλάζω, χαβλαντίζω, Αντίθ
φισιλτατίζω
3. Φωνάζω κάποιον, καλώ
ό.π.τ.
:
Βρεχάται το σκυλί και το ρωτά
(Φωνάζει το σκυλί και το ρωτά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Βιρυούμου μου του, ρεν έρσ̑ιτι
(Τον φωνάζω, δεν έρχεται)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βιρυάνει τσ̑ην γκόρην ντου: «Μαρία, Μαρία!»
(Φωνάζει την κόρη του: «Μαρία, Μαρία!»)
Σίλ.
-Dawk.
Βρεχούτεμιστι τουν παπά τσ̑ι γίνιξι ευτσ̑ή
(Φωνάζαμε τον παπά κι έδινε ευχή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάθε πρωί κάθε βρα'ύ σωριβιοντομίστι στην κοινότητα, βρεχόδαν ντα ονούμαdα
(Κάθε πρωί, κάθε βράδυ μαζευόμασταν στην κοινότητα, φωνάζαν τα ονόματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βρεήσταν ντο και έκοψαν το κεφάλι τ'
(Τον φώναξαν και του έκοψαν το κεφάλι)
Αραβαν.
-Dawk.
Βρεήσ̑τεν ντο και γκελέτζεψαν
(Την φώναξε και μίλησαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτασ̑ι να βιρυαστούμ' έναν παπά να μας ποίσ' αγιασμός
(Ήρθαν να φωνάξουμε έναν παπά να μας κάνει αγιασμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βρεήσταν μι, ήρτα.
(Με φώναξαν, ήρθα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Βρεήστα ας έρτ' άντρα τ'
(Φώναξε να έρθει ο άντρας της)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βρεήστ' μαστόρ'
(Φωνάξτε (για το χτίσιμο του σπιτιού) τους μαστόρους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βρεηστήτ' τα κ'λάτσα να ψάλουν ψαλετήρι
(Φωνάξτε (για να βελτιωθεί η υγεία αρρώστου) τα παιδιά να διαβάσουν μεγαλόφωνα το ψαλτήρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αργά τ' ήρτε κανείς να βρεηστσ̑εί το ιμάμ και να ψάλ’ σο τζ̑αμί
(Το βραδάκι ήρθε κάποιος να φωνάξει τον ιμάμη να ψάλει στο τζαμί)
Αραβαν.
-Dawk.
Ας βρεηστούμ' τσι Κατίνα. «Κατίνα!». Ας έρτ' τσ̑εέρτα. Βρέισ' του
(-Ας φωνάξουμε και την Κατίνα. «Κατίνα!» -Ας έρθει προς τα δω. Φώναξέ την)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ, τσαγιρντώ
4. Οδύρομαι, κλαίω γοερά
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Χάρε, βρυχάτ' η μάνα μου, στριγγά η αδελφή μου
(Χάρε, οδύρεται η μάνα μου, στριγκλίζ' η αδελφή μου)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
αναπικρούμαι, ουλουντίζω :3