στριγγώ
(ρ.)
στρινgώ
[striŋˈgo]
Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Φάρασ.
στρενgώ
[streŋˈgo]
Τελμ.
στρινgάω
[striŋˈgao]
Φάρασ.
στρινgάου
[striŋˈgau]
Φάρασ.
Παρατατ.
στρινgάνκα
[striŋˈgaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
στρίνg'σα
[ˈstriŋgsa]
Φάρασ.
Προστ.
στρίνgα
[ˈstriŋga]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. στριγγῶ, το οπ. από το μεσν. ρ. στριγγίζω. με μεταπλ.
1. Για πετεινό, κράζω
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
:
Το κοκονιός στριγγά
(Ο κόκκορας λαλεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Στρινgά κορκονός
(Λαλεί ο πετεινός)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ώσπου να στρεγγίσει ο πετεινός, να μη βγεις όξω
(Ώσπου να λαλήσει ο πετεινός, να μη βγεις έξω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Φωνάζω κάποιον, καλώ, προσκαλώ
Αραβαν., Σατ., Φάρασ.
:
Τζάπου να τα στρινgάν'καν πααίν'κιν
(Όπου και να τον καλούσαν πήγαινε)
Σατ.
-Παπαδ.
Οι εργάτοι έφαγαν το μέλι τσ̑αι στρίγγ'σαν το ‘Ρέστη να φέρει τσ̑' άβου μέλι 'ποπέσου
(Οι εργάτες έφαγαν το μέλι και φώναξαν τον Ορέστη να φέρει κι άλλο μέλι από μέσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Στρίγγ'σεν το μέγον ντου το γιό
(Φώναξε το μεγάλο του γιό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στρίγγ'σεν ντο φσ̑άχι· ήρτε
(Φώναξε το παιδί· ήρθε)
Φάρασ.
-Dawk.
Στρίγγ'σεν τις κόρες τ'ς, 'πό έναν 'πό ένα
(Φώναξε τις κόρες της, μία μία)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Χάρε, βρυχάται μάνα μου, στρινgά με αδελφή μου
Mάνα σον μή βρυχίσκει κι αδελφή σ' μη στρινgήσει (Χάρε, με καλεί η μάνα μου, με φωνάζει η αδελφή μου
Η μάνα σου να μην καλεί κι η αδελφή σου να μην φωνάζει) Αραβαν. -Dawk.Song. Συνών. βρυχώμαι
Mάνα σον μή βρυχίσκει κι αδελφή σ' μη στρινgήσει (Χάρε, με καλεί η μάνα μου, με φωνάζει η αδελφή μου
Η μάνα σου να μην καλεί κι η αδελφή σου να μην φωνάζει) Αραβαν. -Dawk.Song. Συνών. βρυχώμαι