στραχτώνω ( ρ.
)
στραχτώνω
[straˈxtono]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
στράχτουσα
[ˈstraxtusa]
Μαλακ.
...
στρέι
βλ.
ράχη
Τροποποιήθηκε: 30/01/2022