ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρογγυλός (επίθ.) στρογγυλό [stroɟiˈlο] Ανακ. Από το μεσν. επίθ. στρογγυλός (< αρχ. επίθ. στρόγγυλος).
Στρογγυλός : Κοντέδια ήτανdε μακριά και κώλο τουν είνdαι στρογγυλό και δεν έχισ̑καν κενdάρ’ (Οι κηφήνες ήταν μακριοί και ο κώλος τους ήταν στρογγυλός και δεν είχαν κεντρί) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γιουβαρλάκι, κυλιντερός, τεκερλούς, τοπαρλάχι