στρογγυλός
(επίθ.)
στρογγυλό
[stroɟiˈlο]
Ανακ.
Από το μεσν. επίθ. στρογγυλός (< αρχ. επίθ. στρόγγυλος).
Στρογγυλός
:
Κοντέδια ήτανdε μακριά και κώλο τουν είνdαι στρογγυλό και δεν έχισ̑καν κενdάρ’
(Οι κηφήνες ήταν μακριοί και ο κώλος τους ήταν στρογγυλός και δεν είχαν κεντρί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιουβαρλάκι, κυλιντερός, τεκερλούς, τοπαρλάχι