στράχτωμα
(ουσ. ουδ.)
στράχτωμα
[ˈstraxtoma]
Αξ.
Από το ρ. στραχτώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συγκόλληση πήλινου αγγείου
Τροποποιήθηκε: 30/01/2022