στραγγουλίζω
(ρ.)
στραγγουλίζω
[straŋguˈlizo]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. στραγγουλίζω= εξαρθρώνω.
Στραμπουλίζω
Τροποποιήθηκε: 04/06/2025