ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρατελίδι (ουσ. ουδ.) στρατελίδι [strateˈliði] Αφσάρ. Πληθ. στρατελίδα [strateˈliða] Φάρασ. Πιθ. από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. στραταριά = πλέγμα συρμάτινο ή ξύλινο, πάνω στο οπ. απλώνεται το αναπτυσσόμενο φυτό, το οπ. από το μεσν. ουσ. σταταρέα = α) επιδαπέδιο λυχνάρι β) στήριγμα, υποστήριγμα (πβ. Ξόμπλιν φ. 131v «ἀμπέλιν χωρίς σταταριάν») και το υποκορ. επίθμ. -ίδι με ανάπτυξη αλόγου υγρού /r/ και ανομ. του /r/ > /l/ (στραταρίδι > στραταλίδι > στρατελίδι).
Πάσσαλος που στηρίζει φράχτη από πλεγμένες βέργες