αναπικρούμαι
(ρ.)
αναπικρούμαι
[anapiˈkrume]
Σίλατ.
Από το πρόθμ. ανα- και το μεσν. ρ.%i πικρόομαι -ούμαι.
Μόνο σε άσμ., οδύρομαι
Σίλατ.
:
|| Ασμ.
Έχω και μιά ξανθ' αδελφή, κλαίει κι αναπικρούται
Τι κλαις, τι κλαις, ε αδελφή μ', και τι αναπικρούσαι; ((Έχω και μιά ξανθή αδελφή που κλαίει και οδύρεται
Γιατί κλαις, γιατί κλαις, ε αδελφή μου, και γιατί οδύρεσαι;)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. βρυχώμαι, ουλουντίζω
Τι κλαις, τι κλαις, ε αδελφή μ', και τι αναπικρούσαι; ((Έχω και μιά ξανθή αδελφή που κλαίει και οδύρεται
Γιατί κλαις, γιατί κλαις, ε αδελφή μου, και γιατί οδύρεσαι;)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. βρυχώμαι, ουλουντίζω