ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναπικρούμαι (ρ.) αναπικρούμαι [anapiˈkrume] Σίλατ. Από το πρόθμ. ανα- και το μεσν. ρ.%i πικρόομαι -ούμαι.
Μόνο σε άσμ., οδύρομαι Σίλατ. : || Ασμ. Έχω και μιά ξανθ' αδελφή, κλαίει κι αναπικρούται
Τι κλαις, τι κλαις, ε αδελφή μ', και τι αναπικρούσαι;
((Έχω και μιά ξανθή αδελφή που κλαίει και οδύρεται
Γιατί κλαις, γιατί κλαις, ε αδελφή μου, και γιατί οδύρεσαι;))
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Συνών. βρυχώμαι, ουλουντίζω