ανανοούμαι
(ρ.)
ανανούμαι
[anaˈnume]
Σινασσ.
’νανούμαι
[naˈnume]
Φάρασ.
Παρατατ.
ανανούμουν
[anaˈnumun]
Σινασσ.
’νανούμουν
[naˈnumun]
Φάρασ.
Αόρ.
’νανόστα
[naˈnosta]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἀνανοοῦμαι < μεταγν. ἀνανοέω -ῶ. Ο τύπ. ανανοῦμαι νεότ. (ΙΛΝΕ λ. ἀνανοῶ).
1. Σκέφτομαι
ό.π.τ.
:
«Η κόρ’ του ένι φορτωμένο», ’νανόστη. Είπε ντι ατέ «Πρέπει να σκοτώσωμε μεις, ντράπαμε πολύ απιδέ στ’ όργο»
(«Η κόρη του είναι έγκυος», σκέφτηκε. Είπε: «Πρέπει να την σκοτώσουμε εμείς, γιατί μας ντρόπιασε με αυτό το ζήτημα»)
Φάρασ.
-Dawk.
Κι εγώ ανανούμαι και με το νού μ' δεν είμαι, ο νού μ' σε σ̑ίλια κορίτσ̑α ντέλεται
(Κι εγώ το σκέφτομαι και δεν έχω το μυαλό μου, ο νους μου γυρίζει σε χίλια κορίτσια)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ο βασιλός 'νανόστη λι-έγο, ήτουν το 'ύρεμά του πολύ μέγο
(Ο βασιλιάς σκέφτηκε λίγο, το αίτημά του ήταν πολύ μεγάλο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζ̑ο νανόστεις τα του είμεστ' αδέ ατέ 'ς μερές οι Ρωμοί 'νάρα τζ̑αι λαΐκ͑α;
(Δεν σκέφθηκες που εδώ σ' αυτήν την μεριά οι Ρωμιοί είμαστε αραιοί και λίγοι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Ο φρόνιμος σώστου να 'νανοστεί, ο δομένο κρού' τσ̑αι δεβαίνει
(Ώσπου φρόνιμος να σκεφτεί, ο τρελός χτυπά και φεύγει˙ για τους σχολαστικούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πιρμή δώσ' το καdζί του, 'νανώσταν τα κα
(Πριν δώσει τον λόγο του, το σκεφτόταν καλά˙ προτροπή να μην υπόσχεται κανείς κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
λέγω, μπελεντίζω, χεσαπλαντίζω
2. Θυμάμαι, ανακαλώ στην μνήμη μου
ό.π.τ.
:
Ανανούτον εκείνα που είδιε κι ήκουσε
(Αναλογιζόταν εκείνα που είδε και άκουσε)
Σινασσ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
αντίζω :2, θυμούμαι, κατέχω :3, μπελεντίζω, Αντίθ
λησμονώ, χάνω :2
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025