ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναπαπούλα (ουσ. θηλ.) αναπαπούλα [anapaˈpula] Σινασσ., Φλογ. Από το νεότ. επίρρ. ἀλαμπάμπουλα (Λεξ. Σομ.), πιθ. απώτερα βενετ. προελεύσεως. Ο τύπ. αναπάπουλα και Πόντ., αναπάπουλα Κύπρ. Λιβύσσ.
Μεγάλη αναταραχή, αναμπουμπούλα ό.π.τ. : || Ασμ. Ελάτε διείτε χάλασμο, διείτε αναπαπούλα,
διείτε κι ένα κατακλυσμό που δέ 'νοτον ποτές μου
((Ελάτε δείτε χαλασμό, δείτε αναμπουμπούλα,
δείτε κι έναν κατακλυσμό που ποτέ δεν ξανάγινε) )
Σινασσ. -Λεύκωμα
Πβ. πατιρτούς