ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανακρούμαι (ρ. αποθ.) ανακρούμαι [anaˈkrume] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. 'νεκρούμαι [neˈkrume] Φάρασ. ανακρούμι [anaˈkrumi] Μαλακ. ανακριούμαι [anakriˈume] Ανακ., Μαλακ. ανακρούζομαι [anaˈkruzome] Αξ., Τελμ. ανακρούζουμαι [anaˈkruzume] Αραβαν. ανακρούζουμι [anaˈkruzumi] Μαλακ. ανακρουζιέμι [anakruˈzʝemi] Μισθ. ανακρόζομαι [anaˈkrozome] Σίλατ. αναγροίσκομαι [anaˈɣriskome] Σίλατ. Παρατατ. ανακρούμουν [anaˈkrumun] Σινασσ. ανακρουζιόδουμι [anakruˈzʝoðumi] Μισθ. ανακρούτονμαι [anaˈkrutonme] Αξ. 'νεκρούμουνε [neˈkrumune] Φάρασ. Αόρ. ανακρούστα [anaˈkrusta] Αξ., Μαλακ., Μισθ. ανακρούσ̑κα [anaˈkruʃka] Τελμ. 'νεκρώστα [neˈkrosta] Φάρασ. 'νεκρόστηνα [neˈkrostina] Αφσάρ. Υποτ. ανακροστώ [anakroˈsto] Μισθ. 'νεκροστώ [nekroˈsto] Αφσάρ. Προστ. Εν. ανακρούσ' [anaˈkrus] Μισθ. Πληθ. ανακρούστ' [anaˈkrust] Μισθ. 'νεκροστείτε [nekroˈstite] Φάρασ. Ενεργ. 'νεκρούω [neˈkruo] Φάρασ. Από το πρόθμ. ανα- και το αρχ. ρ. ἀκροάομαι -ῶμαι (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀκροᾶμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. ακρούμαι Θράκ.). Ο τύπ. ανακρούζομαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο μεταπλ. ήδη μεσν., βλ. Κριαρ. λ. ακροάζομαι. Ο τύπ. αναγροίσκομαι με [ɣr] κατ' επίδραση του γροικώ.
1. Αφουγκράζομαι, ακούω (προσεκτικά) ό.π.τ. : Aνακρουζιέδι σου τοκάν' που γκιαλατσ̑εύ'νι (Αφουγκράζεται στο καφενείο όταν συζητάνε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ούλου τέτοια μασάλια λέιξιν δα κάκα μας· ιμείς ανακρουζιόδουμιστι, 'σουν να μας πάρ' γύπνους (Όλο τέτοια παραμύθια έλεγε η γιαγιά μας· εμείς ακούγαμε μέχρι να μας πάρει ο ύπνος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ντουν τσ̑οιμόdουμι, ανακρούστα ένα σαματά (Όταν κοιμόμουν, άκουσα έναν σαματά) Μισθ. -Φατ. Ζύγουσι κουνdά τ', ανακρούστην ντου (Ζύγωσε κοντά του, τον αφουγκράστηκε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το μέγα αδελφός νεκρόστ' σο χώμα (Ο μεγάλος αδελφός αφουγκράστηκε στο χώμα) Αφσάρ. -Dawk. Το 'μόνα το ζεναάτι ένι να νεκροστώ σο χώμα, τον γκόσμο ότι πώτς ένι κατέχω τα (Η δικιά μου η τέχνη είναι να αφουγκράζομαι στο χώμα και να βρίσκω τι συμβαίνει στον κόσμο) Αφσάρ. -Dawk. Ανακρούστ' τι να σι πω δαρά, τσι μετά είπι (Άκουσε τι θα σου πω τώρα, και μετά πες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ανακρούσ' λίου, 'ροντίσ' (Άκου λίγο, βροντά) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'γώ 'το σες τα είπα για, 'νεκρωστείτε να σες τα ειπώ τζ̑ι άφ' κατινά (Εγώ αυτά σας τα είπα αλλά ακούστε προσεκτικά για να σς τα πω πιο ξεκάθαρα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Ήταν Μεγάλην Κερέκη και το Χριστός Ανέστη
όλοι κεφάλι έκλιναν, βαγγέλια ανακρούνdαι
((Ήταν Μεγάλη Κυριακή και η λειτουργία της Ανάστασης. Όλοι έκλιναν το κεφάλι τους και άκουγαν με προσοχή τα ευαγγέλια)) Ανακ. -Παχτ.
Παπάδες, εσείς ψάλλετε! Διάκοι, ανακροστάτε! ((Παπάδες, εσείς ψάλλετε! Διάκοι, ακούστε προσεκτικά!)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Να ζούνdαι και οπ' τα τραγουρούν
να ζούνdαι και οπ' τα ανακρούνdαι
(Να ζήσουν και αυτοί που τα τραγουδούν,
να ζήσουν κι αυτοί που τ' ακούν)
(Άσμα της Πρωτοχρονιάς))
Γούρδ. -Καράμπ.
Καλάνα αναγροίσκεται ασ' του πουλιού τη γλώσσα ((Η καλή του ακούει αυτά που λέει το πουλί)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. ακούω, αφουκρούμαι, ντινγκλεντίζω
2. Κρυφακούω ό.π.τ. : Ανgνατ-τι̂ρντι̂́ζ̑' τα 'ς τ' αρκαντάσ̑ι τ'. Ναίκα σ' πένdζερε ομbρό ανακρούται (Τα εξιστορεί στον φίλο του. Η γυναίκα του μπροστά στο παράθυρο κρυφακούει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ανακρούστ' κουρφάς τι να είπουν για εμέ (Άκου στα κρυφά τι θα πουν για μένα) Μισθ. -Κοτσαν. Και το πατισ̑άχος ἀνακρούσ̑κην σ̑η θύρα (Και ο βασιλιάς άκουγε στην πόρτα) Τελμ. -Dawk. Μέρισαμ το φσ̑όκκο 'νεκρούdουνε στημ πένdζ̑ερα (Όμως, το παιδί κρυφάκουγε στο παράθυρο) Φάρασ. -Dawk. Αχτσ̑ά ανάποδα χάχτσιν ντου τσ̑οφάλι τ', να ανακροστεί (Έτσι ανάποδα έβαλε το κεφάλι του, για να κρυφακούσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Μια κόρη καυχιούτανε, κόρ' αρραβωνιασμένη
κι εκείν' όνdες καυχιούτανε, ο Χάρος ανακρούταν
((Μια κόρη καυχιόταν, κόρη αρραβωνιασμένη, κι εκείνη όταν καυχιόταν, ο Χάρος κρυφάκουγε)) Σινασσ. -Lag.
Συνών. κισιφλετίζω