αναλίκι
(ουσ. ουδ.)
αναλι̂́κ
[anaˈlɯk]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ.
αναλι̂́χ
[anaˈlɯx]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
αναλούκ
[anaˈluk]
Μισθ.
αναλούχ
[anaˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. analık =α) μητρότητα β) μητριά, όπου και διαλεκτ. τύπ. analıh, analuk και analûh.
1. Μητριά
ό.π.τ.
:
Μάνα τ'νε χάε, 'πόμ'ναν ο̈ξΰζια· σόγνα βάβα τ'νε έφερε ένα ναίκα, αναλι̂́κ
(H μάνα τους πέθανε, απόμειναν ορφανά· ύστερα ο πατέρας τους έφερε μιά γυναίκα, μητριά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ήχ̑ταν ντυό μπαιντιά ορφανά αζ' μάνα, τὄνα παιγί και τ' άλλο κορίτσ̑', Κωσταγίνος και Ελένη. Βαβά τ'νε ντοικήχεν, ήφερεν ντα αναλι̂́χ'. Τ' αναλι̂́χι̂ τ'νε καλό ναίκα ντέν 'ντον
(Ήταν δυο παιδιά ορφανά από μάνα, το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι, ο Κωνσταντίνος και η Ελένη. Ο πατέρας τους παντρεύτηκε και τους έφερε μητριά. Αυτή η μητριά δεν ήταν καλή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντ' αναλούχ κρούιξιν μας
(Η μητριά μάς χτυπούσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γ-ηύρεν με ένα αναλι̂́κ'
(Μου έλαχε μιά μητριά)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Συνών.
παραμάνα