ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναπαύω (ρ.) αναπαύω [anaˈpavo] Τελμ. 'νεπαύω [neˈpavo] Μαλακ., Σινασσ. ’νεπαύτω [neˈpafto] Ανακ., Φλογ. 'νεπάω [neˈpao] Φλογ. 'νεπάγνω [neˈpaɣno] Φλογ. Αόρ. 'νέπαψα [ˈnepapsa] Μαλακ., Φλογ. 'νέπαξα [ˈnepaksa] Φλογ. Παθ. αναπαύιεμι [anaˈpavʝemi] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. αναπαγιέμι [anapaˈʝemi] Μισθ. αναπέμαι [anaˈpeme] Φάρασ. Αόρ. 'νεπάην [neˈpain] Ανακ. 'ναπάην [naˈpain] Φάρασ. νεπάγια [neˈpaʝa] Μαλακ. Από το αρχ. ρ. ἀναπαύω. Ο τύπ. 'νεπαύω ήδη μεσν.
1. Ξεκουράζω κάποιον ό.π.τ. Συνών. ραχατλαντουρντώ
2. Μεσοπαθ., ξεκουράζομαι ό.π.τ. : Λοχαγός λέ' να κάτσουμ' να ξεκουραστεί, να αναπαχεί (Ο λοχαγός λέει να κάτσουμε να ξεκουραστεί, να αναπαυτεί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. 'ναπάην η καρδία τουν (Αναπαύτηκε η καρδιά τους˙ ηρέμησαν, ησύχασαν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ντιγκλεντίζω, ραχατλαντίζω :2
β. Μτφ., για νεκρό, αναπαύεται η ψυχή του Μισθ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ. : Φέρισκαν τότε το δεσπότη· γονάτιζεν σο μορμόρι τ' και κάνισκε τρισάγιο, ψάλλισκεν για την ψυχή του και αναπαυόταν (Έφερναν τότε τον δεσπότη· γονάτιζε στο μνήμα του και έκανε τρισάγιιο, έψαλλε για την ψυχή του και αναπαυόταν ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Oύτσ̑α αναπαγιόδαν τα χαμένα (Έτσι αναπαυόταν η ψυχή των πεθαμένων, ενν. με το μνημόσυνο ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τρέχαμε σον παπά να κάνει ευγέλαιμα να τ' αναπάψει ο Θός (Τρέχαμε στον παπά να κάνει ευχέλαιο να αναπαύσει ο Θεός την ψυχή του ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Αναπάη! (Πέθανε! ) Τσαρικ. -Καραλ.
3. Μτβ. και αμτβ., σβήνω Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. : Λάμbα τρεις φορές γήψεν και ’νεπάην (Η λάμπα άναψε τρεις φορές και έσβησε) Ανακ. Το λάμbα 'νέπαξέ το (Σβήσε την λάμπα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 'νεπαύτω το κερούλι (Σβήνω το κεράκι) Ανακ. -Κωστ.Α. Δώδεκα μέρες κανdήλα δε 'νεπαότανε (Για δώδεκα μέρες η καντήλα δεν έσβηνε) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Ασμ. Η εκκλησιά εσείστηκε και τα κεριά ’νεπάγαν ((Η εκκλησία σείστηκε και σβήσαν τα κεριά)) Σινασσ., Ανακ. -ΙΛΝΕ Συνών. σβήνω, σουγγίζω