ανακαινίζω
(ρ.)
ανακαινίζω
[anaceˈnizo]
Φερτάκ.
Αρχ. ρ. ἀνακαινίζω.
Αυξάνω την ζύμη
:
Κορίσ̑', το προζύμ' ανακαίνισε
(Κορίτσι, φούσκωσε την ζύμη)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ299