αναδόκωση
(ουσ. θηλ.)
ανdόκωση
[anˈdokosi]
Φάρασ.
ανdόκηση
[anˈdocisi]
Φκόσ.
Από το πρόθμ. ανα- και το μεταγν. ουσ. δόκωσις = τοποθέτηση δοκαριών στην στέγη, οικοδόμηση στέγης.
1. Στέγη, δοκάρι της στέγης
ό.π.τ.
:
Adιά τα παπούτσα μου κρέμασ' τα στην αντόκωση
(Αυτά τα παπούτσια μου κρέμασέ τα στο δοκάρι της στέγης)
Φάρασ.
-Dawk.
Κάνκανε καρφώματα με σαπούνια, με τρίχες από μαλλιά, με καρφίτσες και τα χώνανε σ̑ο παραστάδι αποκάτου και σ̑ην αντόκωση πάνου
(Φτιάχνανε καρφώματα (για να κάνουν κακό με μαγεία σε άλλους) με σαπούνια, με τρίχες από μαλλιά, με καρφίτσες και τα χώνανε στο σκαλί του σπιτιού από κάτω και πάνω, στα ξύλα της οροφής)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
ντάμι, Πβ.
ντιρέκι, στοβίδι :2
β.
Κοντάρι που στηρίζει την οροφή μιας σκηνής
Φάρασ.
:
Δέβασεν ντα σο τσ̑ανdίρι σην αντόκωση
(Το έβαλε στο κοντάρι που στήριζε την κορυφή της σκηνής
)
Φάρασ.
-Dawk.