ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατέχω (ρ.) κατέχω [kaˈtexo] Αφσάρ., Φάρασ. κατέχου [kaˈtexu] Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. κατές [kaˈtes] Φάρασ. καdές [kaˈdes] Φάρασ. Παρατατ. κατένκα [kaˈtenka] Φάρασ. καdένκα [kaˈdenka] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. κατέχω.
1. Ξέρω, γνωρίζω ό.π.τ. : Αdέ το φσ̑όκκο τούς τα κατέσ̑ει, τού είδε ο βασιλός τον ύπνο; (Το μικρό παιδί πώς ξέρει τι όνειρο είδε ο βασιλιάς;) Φάρασ. -Dawk. Τον γκόσμο ό,τι πώτς ένι κατέχω τα (Ό,τι γίνεται στον κόσμο το γνωρίζω) Αφσάρ. -Dawk. Ιτό 'νι χρυσό ναίκα, ούλα κατέχ' τα (Αυτή είναι χρυσή γυναίκα, όλα τα ξέρει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αούτσα λένι, αούτσα κατέχου (Έτσι λένε, έτσι ξέρω) Τσουχούρ. -VLACH Ατό ο νομάτ'ς κατένgεν τσ̑αι του χαϊβανίουν τη γουώσσα (Αυτός ο άνθρωπος ήξερε και την γλώσσα των ζώων) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. 'ήρασε ο κω μου ’ς όργον ‘bέσου· ’γώ τζ̑ο κατέχω τα τσ̑αι συ κατές τα (γέρασε ο κώλος μου στην δουλειά· εγώ δεν το ξέρω και τα ξέρεις εσύ;˙ απάντηση έμπειρου τεχνίτη σε αδαή που του κάνει υποδείξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να κατένκα άτσονdου πουά, χα καdζ̑έψω μο το Θιό (Αν ήξερα πολλά, θα κουβέντιαζα με τον Θεό˙ ως απάντηση σε εκείνους που συνεχώς ρωτούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ξέρω
2. Αναγνωρίζω κάποιον, μου είναι οικείος ό.π.τ. : Πηάγανε σην Μπόλη, να καζανdίσουν, κανείνα τζ̑ο γκαdένκαν (Πήγαν στην Πόλη να βγάλουν χρήματα, δεν γνώριζαν κανένα) Φάρασ. -Dawk. Το λαχτόρι πίρμη κράξει, συ του με κατές 'α ειπείς: «Τζ̑ο κατέχω τα» (Πριν λαλήσει ο κόκκορας, εσύ που με γνωρίζεις θα πεις: «Δεν τον γνωρίζω» = Λουκ. 22.34 Οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς, ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με) Φάρασ. -Lag. || Φρ. Μεις είμεστε σεράνdα νομάτοι, 'πενενdάβου μας κατέχουμε (Εμείς είμαστε σαράντα νομάτοι και γνωριζόμαστε μεταξύ μας˙ για τα μικρά χωριά όπου οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γνωρίζω
3. Θυμάμαι κάποιον ή κάτι Φάρασ.