κατέχω
(ρ.)
κατέχω
[kaˈtexo]
Αφσάρ., Φάρασ.
κατέχου
[kaˈtexu]
Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
κατές
[kaˈtes]
Φάρασ.
καdές
[kaˈdes]
Φάρασ.
Παρατατ.
κατένκα
[kaˈtenka]
Φάρασ.
καdένκα
[kaˈdenka]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. κατέχω.
1. Ξέρω, γνωρίζω
ό.π.τ.
:
Αdέ το φσ̑όκκο τούς τα κατέσ̑ει, τού είδε ο βασιλός τον ύπνο;
(Το μικρό παιδί πώς ξέρει τι όνειρο είδε ο βασιλιάς;)
Φάρασ.
-Dawk.
Τον γκόσμο ό,τι πώτς ένι κατέχω τα
(Ό,τι γίνεται στον κόσμο το γνωρίζω)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ιτό 'νι χρυσό ναίκα, ούλα κατέχ' τα
(Αυτή είναι χρυσή γυναίκα, όλα τα ξέρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αούτσα λένι, αούτσα κατέχου
(Έτσι λένε, έτσι ξέρω)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ατό ο νομάτ'ς κατένgεν τσ̑αι του χαϊβανίουν τη γουώσσα
(Αυτός ο άνθρωπος ήξερε και την γλώσσα των ζώων)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
'ήρασε ο κω μου ’ς όργον ‘bέσου· ’γώ τζ̑ο κατέχω τα τσ̑αι συ κατές τα
(γέρασε ο κώλος μου στην δουλειά· εγώ δεν το ξέρω και τα ξέρεις εσύ;˙ απάντηση έμπειρου τεχνίτη σε αδαή που του κάνει υποδείξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Να κατένκα άτσονdου πουά, χα καdζ̑έψω μο το Θιό
(Αν ήξερα πολλά, θα κουβέντιαζα με τον Θεό˙ ως απάντηση σε εκείνους που συνεχώς ρωτούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ξέρω
2. Αναγνωρίζω κάποιον, μου είναι οικείος
ό.π.τ.
:
Πηάγανε σην Μπόλη, να καζανdίσουν, κανείνα τζ̑ο γκαdένκαν
(Πήγαν στην Πόλη να βγάλουν χρήματα, δεν γνώριζαν κανένα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το λαχτόρι πίρμη κράξει, συ του με κατές 'α ειπείς: «Τζ̑ο κατέχω τα»
(Πριν λαλήσει ο κόκκορας, εσύ που με γνωρίζεις θα πεις: «Δεν τον γνωρίζω» = Λουκ. 22.34 Οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς, ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
Μεις είμεστε σεράνdα νομάτοι, 'πενενdάβου μας κατέχουμε
(Εμείς είμαστε σαράντα νομάτοι και γνωριζόμαστε μεταξύ μας˙ για τα μικρά χωριά όπου οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γνωρίζω
3. Θυμάμαι κάποιον ή κάτι
Φάρασ.