ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτι (II) (ουσ. ουδ.) κάτι [ˈkati] Ανακ., Φλογ. γάτι [ˈɣati] Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ. γάτ' [ɣat] Αξ., Μισθ., Σινασσ. γάτσι [ˈɣatsi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kat = α) όροφος β) στρώση γ) σύνολο ρούχων.
1. Όροφος Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ. : Μο δύο γάτα σπίτι (Σπίτι με δύο ορόφους) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. πάτημα :3
2. Σύνολο ρούχων, αλλαξιά Μισθ., Σίλ., Τζαλ. : Νύφ' ντώκιν πεχ̇ερά ένα γάτ' (Η νύφη έδωσε στην πεθερά [δώρο] μιά αλλαξιά ρούχα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ζύγι
3. Πτυχή Μισθ., Σίλ. : Τσ̑ερί μο το ε γάτι-με τα δύο γάτε (Κερί με μονή κλωστή-με διπλή κλωστή) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τρία γάτσα ’ναι αυτσή κλωστσή (Αυτή η κλωστή είναι τρίδιπλη) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κάνουμ' το δυό κάτια το κλωστή (Διπλώνουμε στα δύο την κλωστή) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
4. Για τον σχηματ. των πολλαπλασιαστικών αριθμητικών Ανακ., Αξ. : || Φρ. Ένα γάτ' (Ένα κάτι˙ απλός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δύο κάτια (δύο κάτι˙ διπλός) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντυό γάτια (Δύο κάτι˙ διπλός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.