κάτι (II)
(ουσ. ουδ.)
κάτι
[ˈkati]
Ανακ., Φλογ.
γάτι
[ˈɣati]
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ.
γάτ'
[ɣat]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
γάτσι
[ˈɣatsi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kat = α) όροφος β) στρώση γ) σύνολο ρούχων.
1. Όροφος
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Μο δύο γάτα σπίτι
(Σπίτι με δύο ορόφους)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
πάτημα :3
2. Σύνολο ρούχων, αλλαξιά
Μισθ., Σίλ., Τζαλ.
:
Νύφ' ντώκιν πεχ̇ερά ένα γάτ'
(Η νύφη έδωσε στην πεθερά [δώρο] μιά αλλαξιά ρούχα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ζύγι
3. Πτυχή
Μισθ., Σίλ.
:
Τσ̑ερί μο το ε γάτι-με τα δύο γάτε
(Κερί με μονή κλωστή-με διπλή κλωστή)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Τρία γάτσα ’ναι αυτσή κλωστσή
(Αυτή η κλωστή είναι τρίδιπλη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κάνουμ' το δυό κάτια το κλωστή
(Διπλώνουμε στα δύο την κλωστή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
4. Για τον σχηματ. των πολλαπλασιαστικών αριθμητικών
Ανακ., Αξ.
:
|| Φρ.
Ένα γάτ'
(Ένα κάτι˙ απλός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δύο κάτια
(δύο κάτι˙ διπλός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντυό γάτια
(Δύο κάτι˙ διπλός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.