κατιφελoύς
(επίθ.)
γατιφελούς
[ɣatifeˈlus]
Φάρασ.
γατιφα̈λούς
[ɣatifæˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kadifeli = κατιφένιος.
Κατιφένιος
ό.π.τ.