ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατούκι (ουσ. ουδ.) κατούκι [kaˈtuci] Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. gedik = ρήγμα, ορεινό πέρασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gedük (TSS, λ. gedik, (gedük)).
1. Κλεισούρα, στενωπός Φάρασ. : Ποίκανε οι Τούρτσ̑οι χουτζ̑ούκι· μεις πιέσαμ' τα κατούκε (Οι Τούρκοι έκαναν επίθεση· εμείς πιάσαμε τα στενά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Η λ. και ως τοπων. Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025