κατούκι
(ουσ. ουδ.)
κατούκι
[kaˈtuci]
Σινασσ., Φάρασ.
καρτούκι
[karˈtuci]
Σινασσ.
Από το τουρκ. gedik = ρήγμα, ορεινό πέρασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gedük (TSS, λ. gedik, (gedük)).
1. Κλεισούρα, στενωπός
Φάρασ.
:
Ποίκανε οι Τούρτσ̑οι χουτζ̑ούκι· μεις πιέσαμ' τα κατούκε
(Οι Τούρκοι έκαναν επίθεση· εμείς πιάσαμε τα στενά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Ανωμαλία του εδάφους
Σινασσ.
3. Η λ. και ως τοπων.
Φάρασ.