κατουρώ
(ρ.)
κατουρώ
[katuˈro]
Αραβ., Γούρδ., Φάρασ.
κατ'ρώ
[katro]
Σίλ.
κατουνώ
[katuˈno]
Γούρδ.
Αρχ. ρ. κατουρῶ.
1. Αμτβ., κατουρώ
ό.π.τ.
:
Τέκνους μας κάτ’ρησι τσ̑ην αυλήν απέσου
(Το παιδί μας κατούρησε μέσα στην αυλή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αρέντζα α’ κατουρήσει το βόιδι, 'α πεις
(Κοίτα μήπως κατουρήσει το βόδι, να πιεις)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Μτβ., κατουρώ κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Τιά τ' παιρί κατ'ρά τουν τζούχου μας
(Αυτό το παιδί κατουράει τον τοίχο μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το άρρωστο κατουρίνισκε το ταλάχ’, ένα πράσινο χωρίδ’
(Ο άρρωστος κατουρούσε την πάθηση της σπλήνας, ένα πράσινο κάτουρο)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Συνών.
τσακοντώ