ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατουρώ (ρ.) κατουρώ [katuˈro] Αραβ., Γούρδ., Φάρασ. κατ'ρώ [katro] Σίλ. κατουνώ [katuˈno] Γούρδ. Αρχ. ρ. κατουρῶ.
1. Αμτβ., κατουρώ ό.π.τ. : Τέκνους μας κάτ’ρησι τσ̑ην αυλήν απέσου (Το παιδί μας κατούρησε μέσα στην αυλή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αρέντζα α’ κατουρήσει το βόιδι, 'α πεις (Κοίτα μήπως κατουρήσει το βόδι, να πιεις) Φάρασ. -Dawk.
2. Μτβ., κατουρώ κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Τιά τ' παιρί κατ'ρά τουν τζούχου μας (Αυτό το παιδί κατουράει τον τοίχο μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το άρρωστο κατουρίνισκε το ταλάχ’, ένα πράσινο χωρίδ’ (Ο άρρωστος κατουρούσε την πάθηση της σπλήνας, ένα πράσινο κάτουρο) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165
Συνών. τσακοντώ