κατσάκης
(ουσ. αρσ.)
κατσάκης
[kaˈtsacis]
Καρατζάβ., Σινασσ.
κατσάκ'
[kaˈtsak]
Φκόσ.
κατσ̑άχ'
[kaˈtʃax]
Τροχ.
γατσ̑άχ̇ης
[ɣaˈtʃaxis]
Σίλ.
γατ͑σ̑άχος
[ɣaˈtʰʃaxos]
Σατ., Φάρασ.
γατσ̑άχ'
[ɣaˈtʃax]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
γατσάχηδες
[ɣaˈtsaçiðes]
Σινασσ.
Θηλ.
γατ͑σ̑άχ’τ͑σ̑α
[ɣaˈtʰʃaxtʰʃa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kaçak = α) φυγόδικος β) λιποτάκτης γ) δραπέτης δ) σκαστός ε) λαθραίος. Η λ. και Θράκ. Ιων., και στο Λεξ. Βλαστ.
1. Λιποτάκτης
Καρατζάβ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Ήταν κατσ̑άχ', έφυγε κρυφά σο κελλέρ' για να κρυφτεί
(Ήταν λιποτάκτης, έφυγε κρυφά στο καταφύγιο για να κρυφτεί)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Δραπέτης
Μισθ., Φάρασ.
3. Φυγόδικος
Σίλ.