ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτσι (II) (ουσ. ουδ.) γκάτσ̑ι [ˈgatʃi] Σατ., Φάρασ. γκάdζ̑ι [ˈgadʒi] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. κάdζιν [ˈkadzin] Αφσάρ. γκαdζ̑ί [gaˈdʒi] Φάρασ. Πληθ. κάτζοι [ˈkadzi] Φάρασ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kac = α) βραχώδες μέρος β) είδος σκληρής πέτρας, πυρόλιθος (THADS, λ. kac).
1. Βράχος ό.π.τ. : Το 'ρκούδι κάθεται 'ς έν κάdζ̑ι πάνου (Το αρκούδι κάθεται πάνω σ' έναν βράχο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πήγεν 'ς α μέγο γκάdζ̑ι (Πήγε σ' ένα μεγάλο βράχο) Φάρασ. -Dawk. Μουγουένκανdι 'ς αν κάτσ̑ι πίσου (Κρύφτηκαν πίσω από έναν βράχο) Φάρασ. -Bağr. Η ποδαρέ του Αεσμού βγαίνκεν 'ς του καdζ̑ού τη ρίζα (Η πηγή του αγιασμου έβγαινε στην ρίζα του βράχου) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Ξείλ'σαμ' στα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε (Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε) Φάρασ. -Thumb || Φρ. Του κατζ̑ού το κωδώνισμα (Η ηχώ του βράχου˙ η αντήχηση) Φάρασ. -Ανδρ. Ένι άνdι Καβάρη κάτσ̑ι (Είναι σαν του Καβάρη τον βράχο˙ για γεροδεμένο άντρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Δώσε με γ̇ισμάτι, κόνdα με ’σ’ του Γιουπτσή το κάτσ̑ι (Δώσε μου τύχη, πέτα με από του Γιουπτσή τον βράχο˙ αν έχεις τύχη, όλα τα καταφέρνεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Πέτρινη πλάκα Φάρασ.
3. Αυλάκι Φάρασ. Συνών. αμπόλι :1, αρκ, αυλάκι :1, αχιότα, τσιγίρι :1