κάτσι (II)
(ουσ. ουδ.)
γκάτσ̑ι
[ˈgatʃi]
Σατ., Φάρασ.
γκάdζ̑ι
[ˈgadʒi]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κάdζιν
[ˈkadzin]
Αφσάρ.
γκαdζ̑ί
[gaˈdʒi]
Φάρασ.
Πληθ.
κάτζοι
[ˈkadzi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kac = α) βραχώδες μέρος β) είδος σκληρής πέτρας, πυρόλιθος (THADS, λ. kac).
1. Βράχος
ό.π.τ.
:
Το 'ρκούδι κάθεται 'ς έν κάdζ̑ι πάνου
(Το αρκούδι κάθεται πάνω σ' έναν βράχο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πήγεν 'ς α μέγο γκάdζ̑ι
(Πήγε σ' ένα μεγάλο βράχο)
Φάρασ.
-Dawk.
Μουγουένκανdι 'ς αν κάτσ̑ι πίσου
(Κρύφτηκαν πίσω από έναν βράχο)
Φάρασ.
-Bağr.
Η ποδαρέ του Αεσμού βγαίνκεν 'ς του καdζ̑ού τη ρίζα
(Η πηγή του αγιασμου έβγαινε στην ρίζα του βράχου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
Ξείλ'σαμ' στα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε
(Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε)
Φάρασ.
-Thumb
|| Φρ.
Του κατζ̑ού το κωδώνισμα
(Η ηχώ του βράχου˙ η αντήχηση)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ένι άνdι Καβάρη κάτσ̑ι
(Είναι σαν του Καβάρη τον βράχο˙ για γεροδεμένο άντρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Δώσε με γ̇ισμάτι, κόνdα με ’σ’ του Γιουπτσή το κάτσ̑ι
(Δώσε μου τύχη, πέτα με από του Γιουπτσή τον βράχο˙ αν έχεις τύχη, όλα τα καταφέρνεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Πέτρινη πλάκα
Φάρασ.