κατσίδια
(ουσ. ουδ.)
κατσίδια
[kaˈtsiðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
καdζίδια
[kaˈdziðʝa]
Σινασσ.
Πιθ. από το ουσ. κάτσι (Ι). Πβ. και ΙΛΝΕ, λ. γαντζούδι.
1. Μεταλλικά νομίσματα με τα οποία στόλιζαν το κεφάλι της νύφης
Μαλακ., Σινασσ.
2. Στρογγυλά νομισματοειδή παιχνίδια με τρύπα στην μέση, πούλια
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025