ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατρακυλώ (ρ.) κατρακυλώ [katraciˈlo] Γούρδ., Φερτάκ. κατσ̑υλίζου [katʃiˈlizu] Φάρασ. Παθ. κατσ̑υλιέμι [katʃiˈʎemi] Φάρασ. Αόρ. κατσ̑υλίστα [katʃiʹlista] Τσουχούρ. Νεότ. ρ. κατρακυλῶ, το οπ. από το μεταγν. ρ. κατακυλίω -κατακυλίνδω.
1. Κυλώ κάτι ό.π.τ. : Κατρακυλώ στο δώμα το κυλινdήρ' για να ορτώσω το χώμα (Κυλώ στην ταράτσα τον κύλινδρο για να στρώσω το χώμα) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γιουβαρλαντίζω :1, κυλώ
2. Mεσοπαθ., κυλάω, κατρακυλώ Τσουχούρ., Φάρασ. : Το κουβάρι η κωστή κατσ̑υλίστηνι, πήνι σην παρκαμίνα πέσου, κάηνι (To κουβάρι της κλωστής κατρακύλησε, πήγε μέσα στη φωτιά του τζακιού, κάηκε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιουβαρλαντίζω, κυλώ