κατρακυλώ
(ρ.)
κατρακυλώ
[katraciˈlo]
Γούρδ., Φερτάκ.
κατσ̑υλίζου
[katʃiˈlizu]
Φάρασ.
Παθ.
κατσ̑υλιέμι
[katʃiˈʎemi]
Φάρασ.
Αόρ.
κατσ̑υλίστα
[katʃiʹlista]
Τσουχούρ.
Νεότ. ρ. κατρακυλῶ, το οπ. από το μεταγν. ρ. κατακυλίω -κατακυλίνδω.
1. Κυλώ κάτι
ό.π.τ.
:
Κατρακυλώ στο δώμα το κυλινdήρ' για να ορτώσω το χώμα
(Κυλώ στην ταράτσα τον κύλινδρο για να στρώσω το χώμα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
γιουβαρλαντίζω :1, κυλώ
2. Mεσοπαθ., κυλάω, κατρακυλώ
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Το κουβάρι η κωστή κατσ̑υλίστηνι, πήνι σην παρκαμίνα πέσου, κάηνι
(To κουβάρι της κλωστής κατρακύλησε, πήγε μέσα στη φωτιά του τζακιού, κάηκε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γιουβαρλαντίζω, κυλώ