κάτορτα
(επίρρ.)
κάτορτα
[ˈkatorta]
Μισθ., Σίλ., Φλογ.
κάτουρτα
[ˈkaturta]
Μαλακ.
Από τα επιρρ. κάτω και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
2. Νότια
Φλογ.
:
Ιμιά σο Ανατολή, ύστερα σο ποργιάζ, ύστερα 'ς όλιος το καταβαίν' τον τόπο ορτά κι ύστερα κάτορτα
(Μιά φορά στην Ανατολή, ύστερα στον Βορρά, ύστερα στο μέρος όπου κατεβαίνει ο ήλιος, δηλ. στην δύση, και ύστερα νότια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361