ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτορτα (επίρρ.) κάτορτα [ˈkatorta] Μισθ., Σίλ., Φλογ. κάτουρτα [ˈkaturta] Μαλακ. Από τα επιρρ. κάτω και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
1. Προς τα κάτω, κάτω ό.π.τ. : Ράνα κάτορτα (Κοίταξε κάτω) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Νότια Φλογ. : Ιμιά σο Ανατολή, ύστερα σο ποργιάζ, ύστερα 'ς όλιος το καταβαίν' τον τόπο ορτά κι ύστερα κάτορτα (Μια φορά στην Ανατολή, ύστερα στον Βορρά, ύστερα στο μέρος όπου κατεβαίνει ο ήλιος, δηλ. στην δύση, και ύστερα νότια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361