καταχλούδια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
καταχ'λούδια
[kataˈxluðʝa]
Ανακ.
Πιθ. από αμάρτ. ουσ. καταχειλούδια, το οπ. από το πρόθμ. κατά-, το ουσ. χείλος με παραγωγ. επίθμ. -ούδι.
Είδος γυναικείου παπουτσιού που ήταν πλατύ στο μπροστινό μέρος του, ενώ το οπίσθιο μέρος του το τσάκιζαν οι γυναίκες και φαινόταν η φτέρνα
Ανακ.