καταφορώ
(ρ.)
καταφορώ
[katafoˈro]
Μισθ.
Από το πρόθμ. κατά- και το ρ. φορώ. Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια με το αρχ. ρ. καταφορέω-ῶ = κατεβάζω.
Ντύνω, φοράω, μόνο σε άσμ.
Μισθ.
:
|| Ασμ.
Καταφορεί στα μέσα τ’, διπλών τσ̑ι του ζουνάρι τ’
Ας έν' ευλοημένοι
Καταφορεί στα πόδια του, φορών’ τσ̑ι τα παπούτσια τ’
(Ντύνει την μέση του, διπλώνει και το ζωνάρι τουΑς είν' ευλογημένοι
Ντύνει τα πόδια του, βάζει τα παπούτσια του (γαμπριάτικο)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Ας έν' ευλοημένοι
Καταφορεί στα πόδια του, φορών’ τσ̑ι τα παπούτσια τ’
(Ντύνει την μέση του, διπλώνει και το ζωνάρι τουΑς είν' ευλογημένοι
Ντύνει τα πόδια του, βάζει τα παπούτσια του (γαμπριάτικο)) Μισθ. -Κωστ.Μ.