τσιπλακιάζω
(ρ.)
τζιμπλαχιάζω
[dziblaˈçazo]
Σινασσ.
Αόρ.
τζιπλάχ’σα
[dziˈplaxsa]
Σίλ.
Από το ουσ. τσιπλάκος, όπου και τύπ. τζιμπλάχ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Γυμνώνω
ό.π.τ.
2. Αμτβ., ξεγυμνώνομαι
Σίλ.
:
Τούτους άρτουπους τζιπλάχ’σε, σε παγώσει
(Αυτός ο άνθρωπος ξεγυμνώθηκε, θα παγώσει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γυμνώνω