ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιπλακιάζω (ρ.) τζιμπλαχιάζω [dziblaˈçazo] Σινασσ. Αόρ. τζιπλάχ’σα [dziˈplaxsa] Σίλ. Από το ουσ. τσιπλάκος, όπου και τύπ. τζιμπλάχ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Γυμνώνω ό.π.τ.
2. Αμτβ., ξεγυμνώνομαι Σίλ. : Τούτους άρτουπους τζιπλάχ’σε, σε παγώσει (Αυτός ο άνθρωπος ξεγυμνώθηκε, θα παγώσει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών. γυμνώνω