ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιπλάκος (επίθ.) τσ̑ιπλάχος [tʃiˈplaxos] Φάρασ. τ͑σ̑ιπλάχος [tʰʃiˈplaxos] Φάρασ. τσ̑ιπλάχους [tʃiˈplaxus] Φάρασ. τσ̑ιλπάχους [tʃilˈpaxus] Φάρασ. τσιπλάχ' [tsiˈplax] Μπέηκ. τζ̑ιπλάq [dʒiˈplaq] Φλογ. τζ̑ιbλάq [dʒi'blaq] Φλογ. τσ̑ιμπλάχ' [tʃi'blax] Μισθ. τζιμπλάχης [dzi'blaçis] Σινασσ. τσ̑ιπλάχι̂ς [tʃiˈplaçɯs] Σίλ. τζιμπλάχ' [dziˈblax] Δίλ. Θηλ. τσιπλάχα [tsiˈplaxa] Σίλ. Ουδ. τσ̑ιπλάχ̇ι [tʃiˈplaxi] Σίλ., Φάρασ. τζιμπλάχ' [dziˈblax] Σινασσ. τσ̑ιλπάχ̇ι [tʃilˈpaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. çıplak = γυμνός, όπου και διαλεκτ. τύπ. çılpak, cıblak (< παλαιότ. τουρκ. cıblak, 1451), cılbak.
1. Γδυτός, ολόγυμνος, ημίγυμνος ό.π.τ. : 'πομνίσ̑κει τζ̑ιπλάχ (μένει γυμνός) Φλογ. -Dawk. Το θωρεί τζ̑ιbλάχ, να δώκ σεράνdα qομάρα λίρες (αυτός που τη βλέπει γυμνή, να δώσει σαράντα φορτία με χρυσές λίρες) Φλογ. -Dawk. Τσιμπλάχ ξέβης όξου (γυμνός βγήκες έξω) Μισθ. -Κοτσαν. Μη τση ντεϊστουρτζίεις τσιπλάχα, μέσα τσης τούρτσισ' τα 'πό 'να πετσ̑άτα ξερή (Μη την αλλάζεις γυμνή, τα μέσα της τύλιξέ τα με μιά στεγνή πετσέτα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσιμπλάχια κλώιξαμ' σου παμπούρ' μέσα (Γυμνοί γυρίζαμε μέσα στο βαπόρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Καλά τσι ’ς μπανιέρα μέσα 'τουν μείς κρεύεις μαγιό; ογώ τσιμπλάχ μαίνου (Καλά, και στη μπανιέρα μέσα όταν μπεις θέλεις μαγιό; Εγώ μπαίνω γυμνός) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ως ουδ. πληθ., γυμνό μέλος του σώματος Σινασσ.
3. Μτφ., φτωχός και κακομοίρης Μισθ., Μπέηκ. : "Έλα μην πας», είπεν με· «Γιουνάν είναι τσιπλάχ'» ("Έλα μην πας», μου είπε· "Ο Έλληνας είναι κακομοίρης») Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β