τσιπίκα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ιπίκα
[tʃiˈpika]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çepik = κατσικήσιο κρέας (THADS, λ. çepik VI).
Πβ.
τσεπίσι
Κατσίκα