τσινίτασι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ινίτασ̑ι
[tʃiˈnitaʃi]
Φλογ.
τσ̑ινίτασ'
[tʃiˈnitas]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. çinitaşi = γαλαζόπετρα.
Γαλαζόπετρα
Συνών.
κοζτασί
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025