τσινεντίρ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ινεdίρ
[tʃine'dir]
Αραβαν.
τσ̑ινετήρ
[tʃine'tir]
Μαλακ.
τσ̑ινενgίρ
[tʃineŋˈɟir]
Αξ., Τροχ.
τσ̑ινε'ίρ
[tʃineˈir]
Τσαρικ.
τσιναΐρ'
[tsinaˈir]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çinedir, çimeder, çineter = κόσκινο με μεγάλες τρύπες (Καραποτόσογλου 2003: 216). Κατά τον Τζιτζιλή (Tzitzilis 1987β: 107) η λ. απώτερα από το πρώιμ. μεσν. ουσ. σινιατήριον, πβ. Ἡσυχ. Σ 510 «σηνιατήριον· τὸ κόσκινον».
Αραιό κόσκινο
ό.π.τ.