τσιρεκόσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιρεκόσ̑'
[tʃireˈkoʃ]
Αξ.
τσ̑αρακόσ'
[tʃaraˈkos]
Μισθ.
Θηλ.
τσ̑ιρεκότσα
[tʃireˈkotsa]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
τσιρεκότσις
[tsireˈkotsis]
Μαλακ.
Πιθ. λ. σύνθ. από το ουσ. τσ̑ιρέκ = λυχνία και το μεσν. ουσ. κόχη = προεξοχή.
Λυχνοστάτης, σανίδα στον τοίχο όπου τοποθετείται το λυχνάρι
ό.π.τ.
:
Εντροπή να ‘χομεν τσιρέκ και να μην έχωμε τσιρεκόσ̑’
(Ντροπή να έχουμε λυχνάρι και να μην έχουμε λυχνοστάτη, δηλ. να ΄χουμε δάσκαλο και να μην έχουμε σχολείο)
Αξ.
-Μαυροχ.