ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρεκόσι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιρεκόσ̑' [tʃireˈkoʃ] Αξ. τσ̑αρακόσ' [tʃaraˈkos] Μισθ. Θηλ. τσ̑ιρεκότσα [tʃireˈkotsa] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. τσιρεκότσις [tsireˈkotsis] Μαλακ. Πιθ. λ. σύνθ. από το ουσ. τσ̑ιρέκ = λυχνία και το μεσν. ουσ. κόχη = προεξοχή.
Λυχνοστάτης, σανίδα στον τοίχο όπου τοποθετείται το λυχνάρι ό.π.τ. : Εντροπή να ‘χομεν τσιρέκ και να μην έχωμε τσιρεκόσ̑’ (Ντροπή να έχουμε λυχνάρι και να μην έχουμε λυχνοστάτη, δηλ. να ΄χουμε δάσκαλο και να μην έχουμε σχολείο) Αξ. -Μαυροχ.