τσιρίγκια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
τσ̑ιρίνgια
[tʃiˈriŋɟa]
Αξ., Τροχ.
τσιρίνgια
[tsiˈriŋɟa]
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
τσιρίνdζια
[tsiˈrindzʝa]
Μισθ.
τσ̑ιρίνια
[tʃiˈriɲa]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. cırık ή çırık = κομμένος σε πολλά κομματάκια (Tietze 2016, λ. cırık). Πβ. και τσιριγκούδι Κυπρ. = μικρό κομμάτι φαγητού.
Τσιγαρίδες, κομματάκια τσιγαρισμένου λίπους
ό.π.τ.
:
Σάγιξις ένα γουρούν, 'κατό οκάδις, κατόν πινίντα οκάδις, σιάνιξις τα τσιρίνdζια βούτ'ρους, γιόμουνις στα τσουσιά μέσα
(Έσφαζες ένα γουρούνι, 100-150 οκάδες, έκανες τις τσιγαρίδες βούτυρο, γέμιζες τα κιούπια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα τσ̑ιρίνgια χ̇έκνισ̑καν ντα μες στο βούτυρο
(Τις τσιγαρίδες τις έβαζαν μέσα στο βούτυρο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Παίρισ̑καμ’ ντα ’κείνα, τα τσ̑ιρίνγκια, χ̇έκισ̑καμ’ ντα στο φαΐ
(Τις παίρναμε εκείνες, τις τσιγαρίδες, τις βάζαμε στο φαγητό)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555