ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρίγκια (ουσ. ουδ.,πληθ.) τσ̑ιρίνgια [tʃiˈriŋɟa] Αξ., Τροχ. τσιρίνgια [tsiˈriŋɟa] Μισθ., Σινασσ., Φλογ. τσιρίνdζια [tsiˈrindzʝa] Μισθ. τσ̑ιρίνια [tʃiˈriɲa] Μαλακ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. cırık ή çırık = κομμένος σε πολλά κομματάκια (Tietze 2016, λ. cırık). Πβ. και τσιριγκούδι Κυπρ. = μικρό κομμάτι φαγητού.
Τσιγαρίδες, κομματάκια τσιγαρισμένου λίπους ό.π.τ. : Σάγιξις ένα γουρούν, 'κατό οκάδις, κατόν πινίντα οκάδις, σιάνιξις τα τσιρίνdζια βούτ'ρους, γιόμουνις στα τσουσιά μέσα (Έσφαζες ένα γουρούνι, 100-150 οκάδες, έκανες τις τσιγαρίδες βούτυρο, γέμιζες τα κιούπια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα τσ̑ιρίνgια χ̇έκνισ̑καν ντα μες στο βούτυρο (Τις τσιγαρίδες τις έβαζαν μέσα στο βούτυρο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Παίρισ̑καμ’ ντα ’κείνα, τα τσ̑ιρίνγκια, χ̇έκισ̑καμ’ ντα στο φαΐ (Τις παίρναμε εκείνες, τις τσιγαρίδες, τις βάζαμε στο φαγητό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555