καταταντώ
(ρ.)
κατατανdώ
[katatanˈdo]
Φάρασ.
Παρατατ.
κατατανdίκα
[katatanˈdika]
Φάρασ.
Αόρ.
κατατάντ'σα
[kataˈtantsa]
Φάρασ.
Παθ.
κατατανdι-έμαι
[katatandiˈeme]
Φάρασ.
Παρατατ.
κατατανdι-έμουν
[katatandiˈemun]
Φάρασ.
Αόρ.
κατατανdέθα
[katatanˈdeθa]
Φάρασ.
Aπό το πρόθμ. κατα- και το ρ. ταντώ.
Διαρπάζω