καταφτάνω
(ρ.)
καταφτάνου
[kataˈftanu]
Σίλ.
Από μεταγν. ρ. καταφθάνω.
Πλησιάζω, προφταίνω
:
Ρο πουρ’ να του καταφτἀσου
(Δεν μπορώ να τον προφτάσω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αποσώνω, γετίζω, γετιστιρντίζω, ουλαστίζω, συφτάνω