ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλαστίζω (ρ.) ουλασ̑τίζω [ulaʃ'tizo] Μαλακ., Φάρασ. ουλασ̑τι-έω [ulaʃtiˈeo] Φάρασ. Εν. γ' ουλαστά [ulaˈsta] Φλογ. Αόρ. ουλάισα [u'laisa] Ουλαγ. ουλασ̑τουρνίζου [ulaʃtur'dizu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. ulaşmak = φθάνω. Ο τύπ. ουλασ̑τουρνίζου αναλογ. προς τις μεταβιβαστικές τουρκ. ρηματικές δομές σε σε -tır-. Πβ. νεότ. ρ. ὀλαστίζω = πλησιάζω, συναντώ, διπλαρώνω.
Προλαβαίνω, προφταίνω ό.π.τ. : Ουλασ̑τιέσ' ο Μιλκών' μο το κοτέκι τσ̑αι κουπάντσεν τα τσ̑' έλτσεν τα 'στέ του (Πρόλαβε ο Μιλκώνης με το ρόπαλο και τον χτύπησε και έλιωσε τα κόκκαλά του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Πισίκα σο κιριάς δεν ουλαστά και σ̑ήμερ' Παρασκευή 'ναι, λέει (Η γάτα το κρέας δεν προλαβαίνει και λέει ότι σήμερα είναι Παρασκευή˙ Για όσους απαξιώνουν όσα δεν μπορούν να καταφέρουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361