ουλαστίζω
(ρ.)
ουλασ̑τίζω
[ulaʹʃtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
ουλασ̑τι-έω
[ulaʃtiˈeo]
Φάρασ.
ουλαστώ
[ulaˈsto]
Φλογ.
Αόρ.
ουλάισα
[u'laisa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. ulaşmak = α) φθάνω β) συναντώ. Η λ. ήδη νεότ. με τύπ. ὀλαστίζω = πλησιάζω, συναντώ, διπλαρώνω.
1. Προλαβαίνω, προφταίνω
ό.π.τ.
:
Ουλασ̑τιέσ' ο Μιλκών' μο το κοτέκι τσ̑αι κουπάντσεν τα τσ̑' έλτσεν τα 'στέ του
(Πρόλαβε ο Μιλκώνης με το ρόπαλο και τον χτύπησε και έλιωσε τα κόκκαλά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αποσώνω :2, γετίζω :3, συφτάνω :2
2. Φτάνω, φτάνω να πιάσω
Φλογ.
:
|| Παροιμ.
Πισίκα σο κιριάς δεν ουλαστά και «σ̑ήμερ’ Παρασκευή ’ναι», λέει
(Η γάτα το κρέας δεν το φτάνει και λέει ότι σήμερα είναι Παρασκευή, ημέρα νηστείας˙ για όσους απαξιώνουν όσα δεν μπορούν να καταφέρουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γετίζω :2, συφτάνω :3, φτάνω :1
Τροποποιήθηκε: 02/05/2025