ουλαμάς
(ουσ. αρσ.)
ουλαμάς
[ulaˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ulama = α) σύνδεσμος β) προσθήκη.
Προσθήκη
Συνών.
ουλάτισμα :1