ουζατιρτίζω
(ρ.)
ουζατι̂ρτίζω
[uzandir'tizo]
Μαλακ.
Αόρ.
ουζατι̂́ρ'σα
[uzaʹtursa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. uzandırmak = κάνω κάποιον να εκταθεί.
Επιμηκύνω, παρατείνω
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025