ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουζάκ (επίθ.) ουζάκ [uˈzak] Ουλαγ. Από το τουρκ. επίθ. uzak = α) μακρινός, απόμακρος β) απίθανος γ) ως ουσ., απόσταση.
Μακρινός ό.π.τ. : Ας το ντέκω ουζάκ τόπος, με πορήσ̑' να φύγει (Ας τον στείλουμε σε έναν μακρινό τόπο, να μην μπορέσει να φύγει) Ουλαγ. -Dawk. Ουζάκ τόποζγιου ντο ντράνημα (Το κοίταγμα του μακρινού τόπου) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. μακρύς :3
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025