ουζάκ
(επίρρ.)
ουζάκ
[uˈzak]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίρρ. uzak = μακριά.
Μακριά
ό.π.τ.
:
Ας το ντέκω ουζάκ τόπος, με πορήσ̑' να φύγει
(Ας τον στείλουμε σε έναν τόπο μακριά, να μην μπορέσει να φύγει)
Ουλαγ.
-Dawk.