ουζάκ
(επίθ.)
ουζάκ
[uˈzak]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίθ. uzak = α) μακρινός, απόμακρος β) απίθανος γ) ως ουσ., απόσταση.
Μακρινός
ό.π.τ.
:
Ας το ντέκω ουζάκ τόπος, με πορήσ̑' να φύγει
(Ας τον στείλουμε σε έναν μακρινό τόπο, να μην μπορέσει να φύγει)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ουζάκ τόποζγιου ντο ντράνημα
(Το κοίταγμα του μακρινού τόπου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
μακρύς :3
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025