-ούκκος
(επίθμ.)
-ούκκος
[-ˈukos]
Φάρασ.
-ούκκο
[-ˈuko]
Φάρασ.
Από το επίθμ. -όκκο αναλογ. κατά το -ούτσικος. Βλ. Ανδριώτης (1948: 42).
1. Επίθμ. για τον υποκορ. επιθ.
:
στενούκκος
(στενούτσικος)
Φάρασ.
χαμηλούκκος
(χαμηλούτσικος)
Φάρασ.
Συνών.
-ίκκο :1, -ίτσικος :1, -ούτσικος :1
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
:
λεφτούκκο
(λεπτός)
Τροποποιήθηκε: 31/07/2025