ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ίκκο (επίθμ.) -ίκκο [-ˈiko] Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Σατ., Φάρασ. -ίκκον [-ˈikon] Φάρασ. -ίκκου [-ˈiku] Φάρασ. -ικκο [-iko] Ουλαγ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ. -ικ-κο [-ikko] Φάρασ. -ικκου [-iku] Μισθ., Φάρασ. Αρσ. -ικκος [-ikos] Σίλ., Σινασσ. -ικκους [-ikus] Σίλ. Πιθ. από το μεσν. επίθμ. -ίκι όσο ακόμα διατηρούσε την υποκορ. σημ. (πβ. υποκορ. -ίτσι < -ίκι) με -ο αναλογ. προς το -ούκκο και με αναβιβασμό τόνου αναλογ. προς άλλα προπαροξύτονα υποκορ.
1. Μετεπιθ. επίθμ. για τον σχηματ. υποκορ. επιθ. ό.π.τ. : λεΐκον (λιγούτσικος) Φάρασ., Αφσάρ. μιτσίκκος (μικρότερος) Μισθ., Φάρασ., Σινασσ., Σίλ., Ουλαγ., Αραβαν., Σεμέντρ., Αφσάρ., Σατ. ψεΐκος (ψιλούτσικος) Φάρασ. Συνών. -ι/-ί, -ίτσι, -ίτσικος, -όκκο :1
β. Με ατονημένη την υποκορ. σημ. ό.π.τ. : λεφτίκκο (λεπτός, αδύνατος ) Φάρασ. μιτσίκκος (μικρός ) Ουλαγ., Αραβαν. ψεΐκκος (ψιλός ) Φάρασ., Τσουχούρ.
2. Επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ. Σατ., Φάρασ. : λεΐκον (λιγουλάκι) Σατ. παρτσείκκο (λίγο εκεί κοντά) Φάρασ. Συνών. -α/-ά, -ούτσικος