-ίκκο
(επίθμ.)
-ίκκο
[-ˈiko]
Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Σατ., Φάρασ.
-ίκκον
[-ˈikon]
Φάρασ.
-ίκκου
[-ˈiku]
Φάρασ.
-ικκο
[-iko]
Ουλαγ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ.
-ικ-κο
[-ikko]
Φάρασ.
-ικκου
[-iku]
Μισθ., Φάρασ.
Αρσ.
-ικκος
[-ikos]
Σίλ., Σινασσ.
-ικκους
[-ikus]
Σίλ.
Πιθ. από το μεσν. επίθμ. -ίκι όσο ακόμα διατηρούσε την υποκορ. σημ. (πβ. υποκορ. -ίτσι < -ίκι) με -ο αναλογ. προς το -ούκκο και με αναβιβασμό τόνου αναλογ. προς άλλα προπαροξύτονα υποκορ.
β.
Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
ό.π.τ.
:
λεφτίκκο
(λεπτός, αδύνατος
)
Φάρασ.
μιτσίκκος
(μικρός
)
Ουλαγ., Αραβαν.
ψεΐκκος
(ψιλός
)
Φάρασ., Τσουχούρ.
2. Επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ.
Σατ., Φάρασ.
:
λεΐκον
(λιγουλάκι)
Σατ.
παρτσείκκο
(λίγο εκεί κοντά)
Φάρασ.
Συνών.
-α/-ά, -ούτσικος