ικιμπάσλı
(επίθ.)
ικιbάσ̑λı
[iciˈbaʃlɯ]
Ουλαγ.
Από την τουρκ. φρ. iki başlı (< iki = δύο + baş = κεφάλι + παραγωγ. επίθμ. -lı).
Δικέφαλος
:
Σόνα πάλι έν'νε γιάρı γκεdζ̑έ, και ήρτε ικιbάσ̑λı ντέβ'
(Μετά πάλι πλησίασε μεσάνυκτα, και ήρθε ένα δικέφαλο θηρίο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πβ.
ουτσμπασλί