ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικιμπάσλı (επίθ.) ικιbάσ̑λı [iciˈbaʃlɯ] Ουλαγ. Από την τουρκ. φρ. iki başlı (< iki = δύο + baş = κεφάλι + παραγωγ. επίθμ. -).
Δικέφαλος : Σόνα πάλι έν'νε γιάρı γκεdζ̑έ, και ήρτε ικιbάσ̑λı ντέβ' (Μετά πάλι πλησίασε μεσάνυκτα, και ήρθε ένα δικέφαλο θηρίο) Ουλαγ. -Dawk. Πβ. ουτσμπασλί