ιζγκίνι
(ουσ. ουδ.)
ιζγκι̂́ν'
[izˈgɯn]
Ουλαγ.
Πληθ.
ιζγκι̂́να
[izˈgɯna]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. ızgın = α) ρόκα β) λινάρι γ) σπόρος κάνναβης δ) διαλεκτ., είδος σπόρου που δίνεται ως ζωοτροφή τον χειμώνα στα βουβάλια.
Είδος σπόρου, ίσως σίκαλης
ό.π.τ.
:
Σον gόσμου πάνου τα κοτζ̑ία, τα κ’θάρα, τα ιζγκι̂́να, τσ̑ιπ τα καρισ̑τουρντίσ’
(Όσα υπάρχουν στον κόσμο τα στάρια, τα κριθάρια, τη σίκαλη, όλα να τα ανακατέψει)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Πβ.
πυλάρι
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025