ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιζγκίνι (ουσ. ουδ.) ιζγκι̂́ν' [izˈgɯn] Ουλαγ. Πληθ. ιζγκι̂́να [izˈgɯna] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. ızgın = α) ρόκα β) λινάρι γ) σπόρος κάνναβης δ) διαλεκτ., είδος σπόρου που δίνεται ως ζωοτροφή τον χειμώνα στα βουβάλια.
Είδος σπόρου, ίσως σίκαλης ό.π.τ. : Σον gόσμου πάνου τα κοτζ̑ία, τα κ’θάρα, τα ιζγκι̂́να, τσ̑ιπ τα καρισ̑τουρντίσ’ (Όσα υπάρχουν στον κόσμο τα στάρια, τα κριθάρια, τη σίκαλη, όλα να τα ανακατέψει) Τσουχούρ. -Dawk. Πβ. πυλάρι
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025