ιδρωτήρι
(ουσ. ουδ.)
ιδρωτήρι
[iðroˈtiri]
Ανακ., Αραβ.
Μεταγν. ουσ. ἱδρωτήριον. Πβ. Ψ.-Γαλ. 3.153 "[…] ἀπὸ τῶν ἐξανθημάτων […] ἱδρωτήρια ἔαρος καὶ θέρους γινόμενα».
Εξάνθημα
ό.π.τ.