ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιζά (ουσ. θηλ.) ιζά [iˈza] Μισθ. ιζ̑ά [iˈʒa] Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. 'τζ̑ά [dʒa] Σινασσ., Φερτάκ. 'ζ̑ά [ʒa] Αξ., Μαλακ. 'τσά [tsa] Σινασσ. οτσά [oˈtsa] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. eze = θεία, όπου και διαλεκτ. τύπ. ice.
1. Θεία, αδελφή γονέως ό.π.τ. : Για να ρωτήσουμ' ντου ιζ̑ά μ' (Για να ρωτήσουμε την θεία μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντου κονιάδα, ντου μέγα του σ̑υννυφάδα, λέιξαν ντα ιζ̑ά (Την κουνιάδα, την μεγάλη συννυφάδα, την έλεγαν θεία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. άμια, ζάζα, θείος, τέτε
2. Ευγενική προσφώνηση προς μεγαλύτερη γυναίκα ό.π.τ. : Δέσποινα 'τζ̑ά! (Θειά Δέσποινα!) Φερτάκ. -Κρινόπ. Συνών. θείος